-
1 элемент
элемент м в рази. знач. το στοιχείο; реакционные \элементы τα αντιδραστικά στοιχεία* * *в разн. значτο στοιχείοреакцио́нные элементы — τα αντιδραστικά στοιχεία
См. также в других словарях:
Γαβριηλίδης, Βλάσης — (Κωνσταντινούπολη 1848 – Αθήνα 1920). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου διακρίθηκε τόσο ώστε ο πλούσιος ομογενής Γ. Σίνας ανέλαβε να τον στείλει με έξοδά του να σπουδάσει στο εξωτερικό και πήγε στη Λειψία,… … Dictionary of Greek
Φάλαγκα Ισπανική — (Falange espanΦάλαγκα Ισπανικήola). Πολιτικό κίνημα, φασιστικών τάσεων, που ιδρύθηκε στη Μαδρίτη στις 29 Οκτωβρίου 1933 από τον Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα και έθεσε ως σκοπό το «εθνικό μεγαλείο». Το 1934 συνενώθηκε με την Εθνική Συνδικαλιστική … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek